λοῦσ'

λοῦσ'
λοῦσα , λόω
lǎvo
pres part act fem nom/voc sg (attic ionic)
λοῦσι , λόω
lǎvo
pres part act masc/neut dat pl (attic ionic)
λοῦσι , λόω
lǎvo
pres ind act 3rd pl (attic ionic)
λοῦσαι , λόω
lǎvo
pres part act fem nom/voc pl (attic ionic)
λοῦσαι , λούω
lǎvo
aor imperat mid 2nd sg
λοῦσαι , λούω
lǎvo
aor inf act
λοῦσα , λούω
lǎvo
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
λοῦσε , λούω
lǎvo
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
λοῦσι , λοῦσις
washing
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λουστικά — τα το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβ. ἔ λουσ α, αόρ. τού λούω) + κατάλ. τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ τικά)] …   Dictionary of Greek

  • λούστης — λούστης, ὁ (Α) 1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά 2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβλ. λούσ ω, μέλλ. τού λούω) + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

  • λούσμα — λοῡσμα, τὸ (AM) μσν. πλύσιμο αρχ. (για το βάπτισμα) εξαγνισμός, κάθαρση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβλ. ἔ λου σα, αόρ. τού λούω) + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”